-
1 παροιμιάζω
A cite the Proverbs of Solomon, LXX 4 Ma.18.16 :—[voice] Med., make proverbial, :— [voice] Pass., pass into a proverb, become proverbial,ὁ -ιαζόμενος λόγος Id.Phlb. 45d
; τὸ περὶ τῆς Αιβύης π. Arist. GA 746b7 ;ὁ π. διὰ πικρότητα κόρχορος Thphr.HP7.7.2
; τὸ π. as the proverb goes, Plu.2.95 of; ὥστε π. πρὸς προσποιουμένους it is proverbial of pretenders, Str. 10.4.17.II [voice] Med., speak in proverbs, Pl.Hp.Ma. 301c, Arist. EN 1129b29 ; οἱ παροιμιαζόμενοι people who quote proverbs, Pl. Tht. 162c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροιμιάζω
См. также в других словарях:
παροιμιάζω — Α [παροιμία] 1. μέσ. παροιμιάζομαι α) κάνω κάτι παροιμία, καθιστώ κάτι παροιμιώδες («ὁ τὸν θεὸν πρῶτον παροιμιασάμενος», Πλάτ.) β) μιλώ με παροιμίες, εκφράζω κάτι με παροιμίες, κάνω χρήση παροιμίας για να εκφράσω κάτι («τοιαυτά φασιν ἄνθρωποι… … Dictionary of Greek